- σίδιο
- το / σίδιον, ΝΑ [σίδη]νεοελλ.το ρόδιαρχ.1. ο φλοιός τού ροδιού2. (η δοτ.) σιδίῳ(κατά τον Ησύχ.) «κόκκῳ ῥοιᾱς»3. στον πληθ. τὰ σίδια(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρασίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν».
Dictionary of Greek. 2013.